- πιαρός
- -ά, -όν, Α [πίαρ]παχύς, λιπαρός, πλούσιος σε λιπώδεις ουσίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιαρά — πιαρός fat neut nom/voc/acc pl πιαρά̱ , πιαρός fat fem nom/voc/acc dual πιαρά̱ , πιαρός fat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιαρόν — πιαρός fat masc acc sg πιαρός fat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαρός — και ιων. τ. φιερός, ή, όν, Α 1. λαμπρός, φωτεινός 2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος 3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.) 4. (ιδίως για την κρέμα τού γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο… … Dictionary of Greek
πιερός — ά, όν, Α εσφ. γρφ. τού πιαρός* … Dictionary of Greek
pei̯(ǝ)-, pī̆- — pei̯(ǝ) , pī̆ English meaning: fat; milk Deutsche Übersetzung: “fett sein, strotzen” Material: O.Ind. páyatē ‘schwillt, strotzt, makes schwellen, strotzen”, pipyuṣī ‘strotzend, milchreich”, Av. (a) pipyūšī “(keine) milk in the… … Proto-Indo-European etymological dictionary